επισημασια

επισημασια
    ἐπισημασία
    ἐπι-σημᾰσία
    ἥ
    1) знак, признак
    

(ἐπισημασίαι αἱ θεριναὴ καὴ αἱ χειμεριναί Plut.)

    2) знамение, примета
    

(κατὰ τοὺς ἀστρολόγους Diod.)

    3) похвала
    

(ἄξιος ἐπισημασίας Polyb.; ταῖς ἐπισημασίαις συναύξειν τέν τοῦ θεοῦ τιμήν Diod.)

    4) (тж. ἐ. εὐνοϊκή Polyb.) благоволение
    

(τυχεῖν τινος ἐπισημασίας Polyb.)

    5) проявление, признаки (sc. τῆς νόσου Plut.)
    6) волеизъявление (populi ἐ. Cic.)

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "επισημασια" в других словарях:

  • ἐπισημασία — ἐπισημασίᾱ , ἐπισημασία marking fem nom/voc/acc dual ἐπισημασίᾱ , ἐπισημασία marking fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημασίᾳ — ἐπισημασίᾱͅ , ἐπισημασία marking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επισημασία — ἐπισημασία, ἡ (AM) [επισημαίνω] μσν. ξεχωριστή σημασία, σπουδαιότητα αρχ. 1. σημείο, ένδειξη ευαρέσκειας, έπαινος («τυχεῑν τινος ἐπισημασίας διά τὸ συμπεπολεμηκέναι», Πολ.) 2. στον πληθ. επευφημίες 3. (με κακή σημ.) σημάδι κατηγορίας… …   Dictionary of Greek

  • ἐπισημασίας — ἐπισημασίᾱς , ἐπισημασία marking fem acc pl ἐπισημασίᾱς , ἐπισημασία marking fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημασίαι — ἐπισημασίᾱͅ , ἐπισημασία marking fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημασίαν — ἐπισημασίᾱν , ἐπισημασία marking fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημασιῶν — ἐπισημασία marking fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐπισημασίαις — ἐπισημασία marking fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»